φαβίδες

φαβίδες
οι, Ν
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη φαβώδη ή λεγκουμινώδη, η οποία περιλαμβάνει 15.000 περίπου είδη δενδρωδών, θαμνωδών, αναρριχητικών και ποωδών φυτών με κοσμοπολιτική κατανομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. fabaceae].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ηδύσαρο — (hedysarum). Γένος φυτών της οικογένειας των ψυχανθών που περιλαμβάνει περίπου 100 είδη, πολλά από τα οποία είναι μονοετείς ή πολυετείς θάμνοι ή πόες και καλλιεργούνται ως κτηνοτροφικά. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει τέσσερα είδη, γνωστά με τις… …   Dictionary of Greek

  • κίκερ — το (Α κίκερ) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένεις φαβίδες, με 40 περίπου είδη, σημαντικότερο από τα οποία είναι το Cicer arietinum, η κοινή ρεβιθιά αρχ. (κατά τον Πλούτ.) «κίκερ γὰρ οἱ Λατῑνοι τὸν ἐρέβινθον καλοῡσι».… …   Dictionary of Greek

  • καγιάνο — το βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας φαβίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. cajanus < μαλαϊκό kachang «φασόλι, μπιζέλι»] …   Dictionary of Greek

  • κερκίς — (I) η (ΑΜ κερκίς, ίδος) βλ. κερκίδα. (II) η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λεγκουμινίδες ή φαβίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cercis < cerc (πρβλ. κέρκος) + κατάλ. ις] …   Dictionary of Greek

  • κερστινγγιέλλα — η βοτ. γένος φυτών τής τροπικής Αφρικής τής οικογένειας φαβίδες …   Dictionary of Greek

  • κορονίλλα — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας φαβίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coronilla < coron (< λατ. corona < αρχ. ελλ. κορώνη) + κατάλ. illa] …   Dictionary of Greek

  • κύτισος — (Cytisus). Γένος φυτών της οικογένειας των φαβιδών (fabaceae). Περιλαμβάνει θάμνους και δέντρα, ιθαγενή των εύκρατων περιοχών της Ευρώπης και της Ασίας. Από τα περίπου 40 είδη του γένους, ορισμένα είναι κτηνοτροφικά και άλλα δηλητηριώδη.… …   Dictionary of Greek

  • λεσπεντέτσα — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας φαβίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lespedeza < εσφαλμένη ανάγνωση τού επωνύμου τού V. Μ. de Zespedes, Ισπανού κυβερνήτη τής ανατολικής Φλόριντα] …   Dictionary of Greek

  • μελίλωτος — (Melilotus). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Πρόκειται για ποώδη φυτά, ιθαγενή της Ευρώπης, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής, με ευχάριστη μυρωδιά που θυμίζει βανίλια. Τα κοινότερα είδη του γένους είναι το νυχάκι… …   Dictionary of Greek

  • μικρομπερλινία — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής Αφρικής που ανήκει στην οικογένεια φαβίδες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”