ηδύσαρο — (hedysarum). Γένος φυτών της οικογένειας των ψυχανθών που περιλαμβάνει περίπου 100 είδη, πολλά από τα οποία είναι μονοετείς ή πολυετείς θάμνοι ή πόες και καλλιεργούνται ως κτηνοτροφικά. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει τέσσερα είδη, γνωστά με τις… … Dictionary of Greek
κίκερ — το (Α κίκερ) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένεις φαβίδες, με 40 περίπου είδη, σημαντικότερο από τα οποία είναι το Cicer arietinum, η κοινή ρεβιθιά αρχ. (κατά τον Πλούτ.) «κίκερ γὰρ οἱ Λατῑνοι τὸν ἐρέβινθον καλοῡσι».… … Dictionary of Greek
καγιάνο — το βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας φαβίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. cajanus < μαλαϊκό kachang «φασόλι, μπιζέλι»] … Dictionary of Greek
κερκίς — (I) η (ΑΜ κερκίς, ίδος) βλ. κερκίδα. (II) η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λεγκουμινίδες ή φαβίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cercis < cerc (πρβλ. κέρκος) + κατάλ. ις] … Dictionary of Greek
κερστινγγιέλλα — η βοτ. γένος φυτών τής τροπικής Αφρικής τής οικογένειας φαβίδες … Dictionary of Greek
κορονίλλα — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας φαβίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coronilla < coron (< λατ. corona < αρχ. ελλ. κορώνη) + κατάλ. illa] … Dictionary of Greek
κύτισος — (Cytisus). Γένος φυτών της οικογένειας των φαβιδών (fabaceae). Περιλαμβάνει θάμνους και δέντρα, ιθαγενή των εύκρατων περιοχών της Ευρώπης και της Ασίας. Από τα περίπου 40 είδη του γένους, ορισμένα είναι κτηνοτροφικά και άλλα δηλητηριώδη.… … Dictionary of Greek
λεσπεντέτσα — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας φαβίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lespedeza < εσφαλμένη ανάγνωση τού επωνύμου τού V. Μ. de Zespedes, Ισπανού κυβερνήτη τής ανατολικής Φλόριντα] … Dictionary of Greek
μελίλωτος — (Melilotus). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Πρόκειται για ποώδη φυτά, ιθαγενή της Ευρώπης, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής, με ευχάριστη μυρωδιά που θυμίζει βανίλια. Τα κοινότερα είδη του γένους είναι το νυχάκι… … Dictionary of Greek
μικρομπερλινία — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής Αφρικής που ανήκει στην οικογένεια φαβίδες … Dictionary of Greek